- ευκτική
- Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια ως δυνατή και επιθυμητή. Μερικές φορές όμως εκφράζει και προσταγή. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα χρησίμευε για να δηλώσει ευχή ή κατάρα που αναφέρεται στο μέλλον (ευχετική ε.). Τότε, πριν από το ρήμα έμπαιναν τα μόρια είθε, ει γαρ, ούτως, ει και ως. Όταν η ε. δηλώνει το δυνατό ή πιθανό να συμβεί, κατά κανόνα συνοδεύεται από το αν και λέγεται δυνητική ε. Η δυνητική ε. ήταν αρχικά άχρονη και ανάλογα με τα συμφραζόμενα αποδιδόταν στο παρόν, στο παρελθόν ή στο μέλλον. Η αττική διάλεκτος όμως περιόρισε τη δυνατότητα της δυνητικής ε. στο παρόν και στο μέλλον. Από τη δυνητική ε. πιθανόν προέκυψε η ε. του πλάγιου λόγουεξαρτημένη. Η ε. αυτή χρησιμοποιείται όταν προηγείται ιστορικός χρόνος, σε μερικές όμως περιπτώσεις και αρκτικός, αλλά τότε δεν συνοδεύεται από το αν. Η λεγόμενη επαναληπτική ε. είναι μορφή της ε. του πλάγιου λόγου, που εκφράζει την επανάληψη μιας πράξης στο παρελθόν. Η ε. χρησιμοποιείται και στον υποθετικό λόγο, για να εκφράσει ευχή, κατάρα, αμφιβολία ή πιθανότητα. Η συγκεκριμένη έγκλιση από πολύ νωρίς έχασε την αυτοτέλειά της. Στην ελληνιστική περίοδο η χρήση της ήταν περιορισμένη και τη χρησιμοποιούσαν συνήθως σε εκφράσεις όπως: μη γένοιτο, ο μη γένοιτο κ.ά., οι οποίες αναφέρονται ιδιαίτερα στη Καινή Διαθήκη. Η χρήση της αρχαίας ελληνικής ε. αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από την υποτακτική, ώσπου εξαφανίστηκε τελείως από τον προφορικό λόγο. Στη δημοτική δεν υπάρχει ε. έγκλιση. Στη νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιούνται φράσεις με τις λέξεις είθε να, μακάρι να και ακολουθεί το ανάλογο ρήμα.
Dictionary of Greek. 2013.